συνδικία

συνδικία
συν-δικία, , das Führen des Prozesses für einen, das Beistehen im Prozesse; κακή, unrechtmäßige Begünstigung einer Partei vor Gericht

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνδικία — η, ΝΑ [σύνδικος] νεοελλ. 1. η δίκη ενός ατόμου ή η εκδίκαση τής υπόθεσής του μαζί, ταυτόχρονα με άλλον ή άλλους 2. το αξίωμα και τα καθήκοντα τού συνδίκου ή και το χρονικό διάστημα τής θητείας του αρχ. υπεράσπιση ενός ατόμου ενώπιον δικαστηρίου,… …   Dictionary of Greek

  • συνδικίας — συνδικίᾱς , συνδικία advocacy fem acc pl συνδικίᾱς , συνδικία advocacy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδίκη — ἡ, Α [σύνδικος] συνδικία* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”